- γωνίτσα
- η1. μικρή γωνία, απόμερος τόπος: Θέλω μια γωνίτσα για να κοιμηθώ.2. το σπίτι: Κάθε βράδυ γυρίζει στη γωνίτσα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γωνίτσα — η 1. μικρή γωνία 2. μικρός τόπος 3. σπίτι … Dictionary of Greek
αγκωνούλα — η [αγκωνή] 1. (χαϊδευτ.) η αγκωνή* 2. μικρό σπίτι, σπιτάκι, «γωνίτσα» … Dictionary of Greek
ακρίτσα — η [άκρα] 1. τοποθεσία, απόμερη γωνίτσα 2. λέγεται χαϊδευτικά για την άκρη οποιουδήποτε αντικειμένου … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Σλουτσέφσκι, Κονσταντίν Κονσταντίνοβιτς — Ρώσος ποιητής (Πετρούπολη 1837 1904). Ήταν οπαδός του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη». Κυκλοφόρησε ανάμεσα στα 1880 και 1890 τέσσερις συλλογές από τις οποίες η τελευταία Τραγούδια από μια γωνίτσα είναι ένας υπέροχος ύμνος για τη ζωή και την… … Dictionary of Greek